θηλή

θηλή
θηλή
Grammatical information: f.
Meaning: `motherbreast, nipple' (IA).
Compounds: As 2. member e. g. in ἄ-, εὔ-, νεό-θηλος (-θηλής).
Derivatives: θηλώ τροφός, τήθη (H., Plu.). - Denomin. verb θηλάζω `suckle, suck' (IA Dor.) with θήλασμα, θηλασμός `suck(l)ing' (Plu., pap.), θηλάστρια `(wet-)nurse' (S., Com.); also θηλαμών `id.' (Sophr., Thespis), prob. to θηλά-σαι after τελά-σαι : τελα-μών a. o.; here θηλαμινοῦ νεογνοῦ; θήλαντο ἐθήλασαν H. (correct?); cf. Bechtel Dial. 1, 361. Uncertain θηλονή `wet-nurse' (Plu. 2, 278d).
Origin: IE [Indo-European] [241] *dʰeh₁- `suck(le)'
Etymology: With θηλή agrees *fēla, seen in Lat. fēlāre `suckle' which must be `motherbreat', IE *dhēlā. From some such basis Latv. dę̂ls `sun', prop. "suckling", Lat. fīlius `id.' \< *fēlios, Umbr. sif feliuf `sues lactantes' (`sucking' or `suckling'?, s. Benveniste BSL 45, 82f.), Lith. dėlė̃ `leech'; with diff. ablaut Latv. dīle `sucking calf' (IE *dhī-l-), MIr. del `nipple', Germ., e. g. OHG tila f. `female breast' (IE *dhĭ-l-); unclear is Arm. dayl, dal `Biestmilch' ; Hübschmann Armen. Gr. 1, 437, Pedersen KZ 39, 406); on Lat. fēlīx `fertile' s. W.-Hofmann s. v. (also Nachträge). Cf.on θῆλυς and θῆσθαι.
Page in Frisk: 1,670-671

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • θηλή — teat fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηλή — (Ανατ.). Επιστημονική ονομασία προεξοχής της επιφάνειας ορισμένων οργάνων του σώματος. Οι πιο γνωστές θ., των οποίων η κοινή ονομασία είναι ρώγες, είναι αυτές των μαστών. Αναφέρονται και πολλές άλλες, όπως οι γευστικές θ. της γλώσσας, στις οποίες …   Dictionary of Greek

  • θηλή — η 1. προεξοχή του μαστού, ρώγα. 2. οτιδήποτε μοιάζει ή έχει σχήμα της θηλής του μαστού: Θηλή της τρίχας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θηλῇ — θηλάζω suckle fut ind mid 2nd sg (doric) θηλάζω suckle fut ind act 3rd sg (doric) θηλέω to be full of pres subj mp 2nd sg θηλέω to be full of pres ind mp 2nd sg θηλέω to be full of pres subj act 3rd sg θηλή teat fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θήλη — θῆλυς female neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) θηλέω to be full of pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) θηλέω to be full of imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηλαῖς — θηλή teat fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηλαί — θηλή teat fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηλήν — θηλή teat fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηλαίος — α, ο [θηλή] ανατ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη θηλή τού μαστού 2. φρ. α) «θηλαίος πόρος» ουροφόρο σωληνάριο τού νεφρού που εκβάλλει στη νεφρική θηλή β) «θηλαία άλως» η κυκλοτερής μελάγχρους επιφάνεια γύρω από τη θηλή τού μαστού …   Dictionary of Greek

  • αμφιβληστροειδής — O εσωτερικότερος από τους χιτώνες που αποτελούν τα τοιχώματα του οφθαλμικού βολβού. Είναι χιτώνας αισθητήριος και θεωρείται το κυριότερο μέρος του οργάνου της όρασης, επειδή πάνω σε αυτόν το φως –φυσικό ερέθισμα– μετατρέπεται κατάλληλα ώστε να… …   Dictionary of Greek

  • θηλάζω — (Α θηλάζω) 1. παρέχω στο νεογνό τη θηλή για θηλασμό, βυζαίνω, γαλουχώ («η μητέρα θηλάζει το μωρό της») 2. (για νεογνό) ροφώ το γάλα από τη θηλή τού μαστού, βυζαίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηλή. ΠΑΡ. θήλασμα, θηλασμός, θηλάστρια αρχ. θηλαμών νεοελλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”